11-11-2022

Τα φάρμακα της Οστεοπόρωσης

Τα φάρμακα της Οστεοπόρωσης

Γενικά 
 
Με την Οστεοπόρωση η ιατρική κοινότητα ασχολήθηκε την δεκαετία του ’80. Μέχρι τότε δεν υπήρχαν ούτε αξιόπιστες διαγνωστικές μέθοδοι, ούτε σοβαρές θεραπείες. Πριν το έτος 1986 η διάγνωση της Οστεοπόρωσης στην Ελλάδα βασιζόταν στην κλινική εικόνα και τις απλές ακτινογραφίες. Έως τότε ήταν διαθέσιμα κάποια σκευάσματα ασβεστίου και βιταμίνης D ή η αλφακαλσιδόλη, δηλαδή ο προμεταβολίτης της βιταμίνης D. Ωστόσο επειδή τα οιστρογόνα χορηγούνταν ήδη για τα συμπτώματα της εμμηνόπαυσης, αυτόματα κάλυπταν και την πρόληψη της Mετεμμηνοπαυσιακής Οστεοπόρωσης.
 
Τις δεκαετίες ’80 και ’90 συνταγογραφήθηκαν πολύ οι καλσιτονίνες, τα πρώτα διφωσφονικά και η τιμπολόνη (LIVIAL®) ένα συνθετικό φάρμακο το οποίο αποτελούσε συνδυασμό οιστρογόνου-προγεστερινοειδούς και χορηγείτο τόσο για την πρόληψη και θεραπεία των μετεμμηνοπαυσιακών συμπτωμάτων όσο και για την πρόληψη της Οστεοπόρωσης. Το έτος 1996 κυκλοφόρησαν τα διφωσφονικά δεύτερης γενιάς (αμινοδιφωσφονικά), δηλ. η αλενδρονάτη και η ριζεδρονάτη. Κατά την διάρκεια των επόμενων ετών, πολλοί νέοι φαρμακολογικοί παράγοντες δοκιμάστηκαν και αρκετοί εγκρίθηκαν τόσο για την πρόληψη και θεραπεία της Οστεοπόρωσης, όσο και για την μείωση του κινδύνου κατάγματος. Πολλοί από αυτούς απορρίφθηκαν στην συνέχεια για διάφορους λόγους. Ενας από τους λόγους ήταν ότι κάποια από αυτά αύξαναν μεν την οστική πυκνότητα χωρίς όμως να μειώνουν τα οστεοπορωτικά κατάγματα.
 
Τα διφωσφονικά εξακολουθούν να αποτελούν ακόμη και σήμερα την πρώτη επιλογή θεραπείας και την πιο συχνά χρησιμοποιούμενη θεραπεία για την Οστεοπόρωση παγκοσμίως. Το 2010 η θεραπευτική μας φαρέτρα εμπλουτίστηκε με ένα ακόμη ισχυρό αντιοστεολυτικό φάρμακο, την δενοσουμάμπη. Στη διάθεση μας υπάρχουν ακόμη δύο αναβολικά ανάλογα της παραθορμόνης και του πεπτιδίου το οποίο συσχετίζεται με αυτήν (PTH/PTHrP), η τεριπαρατίδη (2004) και η αμπαλοπαρατίδη πιο πρόσφατα (2017), καθώς και ένα μονοκλωνικό αντίσωμα κατά της σκληροστίνης με διπλό, οστεοπαραγωγικό και αντιοστεολυτικό μηχανισμό δράσης, η ρομοσοζουμάμπη (2019). Ωστόσο, δεδομένου ότι η διάρκεια χορήγησης των ανάλογων της παραθορμόνης και της ρομοσοζουμάμπης είναι περιορισμένη, δύο και ένα έτος αντίστοιχα, λόγω των ανεπιθυμήτων ενεργειών τους και δεδομένου ότι η φαρμακευτική θεραπεία της Οστεοπόρωσης είναι τις περισσόερες φορές απαραίτητη για μεγάλο χρονικό διάστημα, πέραν των δύο ετών ή ακόμη και δια βίου, εάν χρειαστεί, θα πρέπει να προγραμματίσουμε μια διαδοχική θεραπευτική προσέγγιση. Αλλοτε αρχικά με τα παλαιά αντιοστεολυτικά και στην συνέχεια με τα καινούργια οστεοπαραγωγικά φάρμακα ή σε αλλες περιπτώσεις το αντίστροφο. Ο τελικός στόχος μας να είναι πάντοτε η κάλυψη του ασθενούς μας για χρονικό διάστημα πέραν της 10ετίας. Επομένως χρειάζεται να έχουμε κατά κάποιον τρόπο προσχεδιάσει τις θεραπευτικές μας επιλογές ανάλογα με την ηλικία της/του ασθενούς αλλά και της βαρύτητας της νόσου του.