27-06-2017

Σαρκοπενία και Οστεοπόρωση, Άσκηση και Αντιφλεγμονώδη Φάρμακα.Κων/νος Σαρόπουλος, Ορθοπαιδικός Χειρουργός, (ksaropoulos@hotmail.com).

Σαρκοπενία και Οστεοπόρωση, Άσκηση και Αντιφλεγμονώδη Φάρμακα.
Κων/νος Σαρόπουλος, Ορθοπαιδικός Χειρουργός, (ksaropoulos@hotmail.com).
 
 
 
Όσο μεγαλώνει ο άνθρωπος προκαλούνται αλλαγές στο μυοσκελετικό του σύστημα όπως η οστεοπόρωση (απώλεια της οστικής μάζας και μείωση της αντοχής των οστών), η σαρκοπενία (ελάττωση της μυϊκής μάζας και έκπτωση της μυϊκής ισχύος) και άλλες καταστάσεις που επιβαρύνουν τη γενική υγεία του.
Η σαρκοπενία και η οστεοπόρωση σχετίζονται με αδυναμία και δυσλειτουργία, με αποτέλεσμα τη μειωμένη ικανότητα διεκπεραίωσης των καθημερινών δραστηριοτήτων που επηρεάζουν την ποιότητα ζωής και μειώνουν το προσδόκιμο επιβίωσης (International Work Group on Sarcopenia, 2011, De Martinis et al., 2006). 
Η άσκηση είναι εκ των ων ουκ άνευ μια αποτελεσματική παρέμβαση για την αύξηση της μυϊκής και οστικής μάζας. Ωστόσο, μεγαλώνοντας τα άτομα δεν ανταποκρίνονται το ίδιο γόνιμα σε αυτήν (Breen and Philips, 2011). Παρόλα αυτά, η αύξηση της οστικής πυκνότητας που επιτυγχάνεται με τις ασκήσεις ενδυνάμωσης σε κλινικά σημαντικές θέσεις, όπως η οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης και ο αυχένας του μηριαίου, είναι μεν μέτρια, αλλά ικανοποιητικά επωφελής (Gomez-Cabello et al., 2012, Kohrt et al., 2013).
Ένας βασικός παθοφυσιολογικός παράγοντας για τη σαρκοπενία (J Am Med Dir Assoc, 2011) και την οστεοπόρωση (Med Sci Sports Exerc, 2009) είναι η φλεγμονή. Όσο μάλιστα μεγαλώνουμε οι φλεγμονώδεις μηχανισμοί δυσλειτουργούν, γεγονός που οδηγεί σε υπερπαραγωγή υπερφλεγμονωδών κυτταροκινών όπως της ιντερλευκίνης-6 (IL-6) και του παράγοντα νέκρωσης των όγκων (TNF-α), οι δράσεις των οποίων σε κυτταρικό και μεταβολικό επίπεδο θεωρητικά θα έπρεπε να εκδηλώνονται ως μετρήσιμη απώλεια μυϊκής και οστικής μάζας. Οι πρόδρομοι για αυτές τις φλεγμονώδεις κυτταροκίνες περιλαμβάνουν τις προσταγλανδίνες (PGE1 και PGE2) οι οποίες συντίθενται μέσω του καταρράκτη του αραχιδονικού οξέος που προκαλείται από τα ένζυμα COX-1 και COX-2 της κυκλοοξυγενάσης (Degens, 2010, Lopez-Otin et Al., 2013). 
Η ιβουπροφαίνη είναι ένα Μη Στεροειδές Αντιφλεγμονώδες Φάρμακο (ΜΣΑΦ) γνωστό για τις αντιφλεγμονώδεις ιδιότητές του (Rainsford, 2009), γιατί αναστέλλει τις προσταγλανδίνες (PGE2) και μπορεί να επιδράσει ευεργετικά στην υγεία των μυών και των οστών μέσω του περιορισμού του καταβολισμού των πρωτεϊνών (Trappe et al., 2011, Kohrt et al., 2013). Επίσης η χορήγησή της έχει περιορίσει την απώλεια της μυϊκής μάζας σε ζωικά μοντέλα γήρανσης (McCarthy et al., 2004, Rieu et al., 2009), ενώ επιδημιολογικές μελέτες σε ανθρώπους έχουν δείξει θετική επίδραση στην οστική πυκνότητα (Bauer et al., 1996, Carbone et αϊ., 2003, Morton et al., 1998, Richards et al., 2006). Οι Ευεργετικές αυτές επιδράσεις οφείλονται στην καταστολή των φλεγμονωδών παραγόντων (Konstantinidis et al., 2013). Εν ολίγοις η ιβουπροφαίνη και τα άλλα ΜΣΑΦ, θα μπορούσαν να μειώσουν τη μυϊκή και οστική απώλεια που προκαλούνται από φλεγμονές κατά την πάροδο της ηλικίας. 
Αυτό ακριβώς το θέμα πραγματεύεται η νέα μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Medicine & Science in Sports & Exercise και αξιολόγησε την επίδραση της ιβουπροφαίνης στη μυϊκή και οστική μάζα μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών κατά τη διάρκεια 9μηνου εποπτευόμενου προγράμματος ασκήσεων ενδυνάμωσης.  Οι ερευνητές τυχαιοποίησαν 90 γυναίκες ηλικίας 65.3 ± 4.9 ετών σε 4 ομάδες, δηλαδή 2 ομάδες με ασκήσεις ενδυνάμωσης (3 φορές την εβδομάδα) που έλαβαν η μία ιβουπροφαίνη (400 mg) και η άλλη εικονικό φάρμακο  και το αντίθετο, δηλαδή 2 ομάδες με πρόγραμμα εικονικών ασκήσεων ευελιξίας, που έλαβαν το πραγματικό ή το εικονικό φάρμακο. 
Τα αποτελέσματα της εν λόγω μελέτης έδειξαν πως η χορήγηση ιβουπροφαίνης αμέσως μετά τις ασκήσεις ενδυνάμωσης δεν είχε θετική επίδραση στην οστική ούτε στη μυϊκή μάζα μετεμμηνοπαυσιακών γυναικών με μικρό έως μέτριο κίνδυνο κατάγματος. Αντίθετα οι ασκούμενοι χωρίς ιβουπροφαίνη, όπως κι εκείνοι που έλαβαν ιβουπροφαίνη αλλά δεν υποβλήθηκαν σε ασκήσεις φόρτισης, είχαν βελτίωση. 
Πράγματι, ενώ οι φλεγμονώδεις και καταβολικές επιδράσεις της άσκησης μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερη σύνθεση μυϊκής πρωτεΐνης και να αποβαίνουν ευεργετικές για τους νεώτερους ενήλικες, αυτό μπορεί να μην συμβαίνει στα μεγαλύτερα άτομα. Μπορεί δηλαδή η μικρή δόση ιβουπροφαίνης να μην κατάφερε να αντισταθμίσει την επαγόμενη από τις ασκήσεις φλεγμονώδη αντίδραση και τον καταβολισμό που εμφανίζεται στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, γεγονός όμως που δεν αποκλείει τη μείωση της φλεγμονής σε κυτταρικό και μεταβολικό επίπεδο που μπορεί να μην πρόλαβε να εκδηλωθεί σε μετρήσιμες αλλαγές στο επίπεδο των ιστών. 
Παρόλο, λοιπόν, που ο σχεδιασμός της παραπάνω μελέτης επέτρεψε στους ερευνητές την αξιολόγηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ της ιβουπροφαίνης και της άσκησης, ωστόσο χρειάζονται έρευνες μεγαλύτερες σε διάρκεια και αριθμό συμμετεχόντων, γιατί ενδέχεται στην παραπάνω μελέτη να μην ήταν αρκετή η δόση ή ο χρονισμός της συμπλήρωσης του φαρμάκου, όπως π.χ. έχουν δείξει πειράματα σε ζώα όπου η ιβουπροφαίνη πριν ή κατά τη διάρκεια της φόρτισης, αλλά όχι και μετά, μείωσε την αρνητική δράση της φλεγμονής στα οστά (Chow κ.ά., 1998, Li et al., 2002).
Είναι γεγονός πλέον πως οι ανάγκες της σημερινής εποχής θέτουν προς όλους μας μια μεγάλη πρόκληση, κι αυτή δεν είναι άλλη από τη διαχείριση των μεταβολών της ηλικίας γενικά, αλλά και την εύρεση και επιβεβαίωση των κατάλληλων εκείνων αντιφλεγμονωδών παρεμβάσεων που σε συνδυασμό με προγράμματα ασκήσεων να επιφέρουν κλινικά σημαντικές βελτιώσεις στη γήρανση των μυών και των οστών. 
 
 
 
Πηγή: Whitney R. D. Duff; Philip D. Chilibeck; Darren G. Candow; Julianne J. Gordon; Riley S. Mason; Regina Taylor-Gjevre; Bindu Nair; Michael Szafron; Adam Baxter-Jones; Gordon A. Zello; Saija A. Kontulainen. Effects of Ibuprofen and Resistance Training on Bone and Muscle. A Randomized Controlled Trial in Older Women. Med Sci Sports Exerc. 2017;49(4):633-640. © 2017  American College of Sports Medicine