01-05-2018

Περί Μαγνησίου. Kων/νος Σαρόπουλος, Ορθοπαιδικός Χειρουργός (ksaropoulos@hotmail.com)

Περί Μαγνησίου.
Kων/νος Σαρόπουλος, Ορθοπαιδικός Χειρουργός (ksaropoulos@hotmail.com)
 
 
 
Το μαγνήσιο (Mg) είναι ένα κρίσιμο στοιχείο για εκατοντάδες σημαντικές λειτουργίες, απαραίτητο για περισσότερες από 300 βιοχημικές αντιδράσεις  (Swaminathan R. 2003) και την παραγωγή ενέργειας. Μαζί με το ασβέστιο, συμβάλλει στη σωστή νευρομυϊκή λειτουργία. Τα επαρκή επίπεδά του είναι απαραίτητα για τη διατήρηση υγιούς καρδιάς και οστών, τη ρύθμιση του σακχάρου και της αρτηριακής πίεσης (Γεωργιάδης Α., 2010). Υπάρχει σε μια ποικιλία τροφών, αλλά αρκετοί άνθρωποι μπορεί να έχουν χαμηλά επίπεδα Μαγνησίου και τότε χρειάζεται αναπλήρωση.
 
Η συνιστώμενη ημερήσια δόση για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών του οργανισμού για τις ενήλικες γυναίκες 19 - 30 ετών είναι 310 mg και 320 mg για τις ηλικίες 31 και άνω. Οι ενήλικες άνδρες 19 - 30 ετών χρειάζονται 400 χιλιοστόγραμμα, ενώ οι άνω των 31 ετών 420 mg. Η συνιστώμενη ημερήσια δόση για τα παιδιά κυμαίνεται από 30 έως 240 mg αναλόγως της ηλικίας και τις υποδείξεις του παιδιάτρου.
 
Περίπου το 60% του πληθυσμού στις ΗΠΑ παρουσιάζει διατροφική ανεπάρκεια Mg (Dibaba D., et al; 2014). Η χρόνια χαμηλή πρόσληψη αυξάνει τον κίνδυνο ποικίλων προβλημάτων υγείας, όπως καρδιαγγειακές παθήσεις, υψηλή αρτηριακή πίεση, διαβήτη τύπου 2 (Rodriguez-Moran M., et al; 2011), ημικρανίες, καρκίνο του μαστού και του εντέρου (Nielsen F.H.; 2010). Τα άτομα με νόσο του Crohn, κοιλιοκάκη, αλκοολισμό και διαβήτη τύπου 2 κινδυνεύουν να έχουν ανεπαρκή επίπεδα μαγνησίου λόγω της μείωσης της απορρόφησης των θρεπτικών συστατικών, είτε λόγω αυξημένων απαιτήσεων, είτε επειδή εξαντλούνται τα αποθέματά του (Geiger H., Wanner C.; 2012). Στους ηλικιωμένους, δε, μειώνεται η απορρόφησή του, καθώς με την ηλικία τα νεφρά εξουδετερώνουν περισσότερο, συν το γεγονός ότι μπορεί να πάσχουν από παθήσεις ή να λαμβάνουν φάρμακα που το επηρεάζουν.
 
Κλασική εικόνα της υπομαγνησιαιμίας θεωρείται από πολλούς η εμφάνιση κραμπών διότι υποτίθεται ότι το μαγνήσιο παίζει σημαντικό ρόλο στην μετάδοση των νευρομυϊκών ερεθισμάτων. Θεωρείται μάλιστα κλασική θεραπεία για τις κράμπες η χορήγηση μαγνησίου χωρίς καν να μετρώνται προηγουμένως τα επίπεδά του στο αίμα. Παρόλα αυτά ελάχιστες μελέτες έχουν αποδείξει ότι πράγματι βοηθά στην θεραπεία των κραμπών και εάν βοηθά αυτό συμβαίνει μόνον στις εγκύους (https://www.nps.org.au/medical-info/clinical-topics/news/magnesium-a-treatment-for-leg-cramps).
 
Ως υδατοδιαλυτό το Mg δεν προκαλεί τοξικότητα, αφού τα υγιή νεφρά αποβάλλουν από το σώμα όσο περισσεύει. Η υπερμαγνησιαιμία εκφράζεται με ναυτία ή χαλαρά κόπρανα (Topf J.M., Murray P.T.;  2003). Γι’ αυτό δεν χρειάζεται να υπερβαίνει κανείς τα 350 mg ημερησίως (εκτός εάν έχει διαφορετικές συστάσεις, πχ επειδή πάσχει από κεφαλαλγία). Σημειωτέον ότι ορισμένα καθαρτικά και αντιόξινα μπορεί να περιέχουν Mg και πρέπει να συνυπολογίζονται κατά τη χορήγησή του, γιατί πολύ σπάνια τα υψηλά επίπεδά του δυνητικά μπορεί να απειλήσουν τη ζωή.
 
Το Mg είναι χρήσιμο στη διαδικασία σχηματισμού του οστού (Jahnen-Dechent W., Ketteler M.; 2012 - Nieves J.W.; 2013). Προφυλάσσει από την απώλεια οστικής μάζας, τα κατάγματα, την οστεοπόρωση και την οστεοαρθρίτιδα (Schwartz R., et al; 1979). Επηρεάζεται από τα επίπεδα της παραθυρεοειδούς ορμόνης και της βιταμίνης D, δύο επίσης κρίσιμους παράγοντες για τη διατήρηση της υγείας των οστών (Sahota O., et al; 2006). Επειδή η βιταμίνη D βοηθάει στην απορρόφηση του Ca από τις τροφές, όπου υπάρχει σε μεγαλύτερη αφθονία από ότι το Mg, είναι πιο απαραίτητη η λήψη του μαγνησίου, ώστε να μην υπονομεύεται η δραστικότητά της όταν χορηγείται θεραπευτικά (Dean C., 2017). Σε μελέτες, η επαρκής πρόσληψη Mg συνδέεται με υψηλότερη οστική πυκνότητα τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες  (Stendig-Lindberg G., et al; 2004), ενώ οι γυναίκες που πάσχουν από οστεοπόρωση έχουν χαμηλότερα επίπεδα μαγνησίου από τους μη πάσχοντες (Saito N., et al; 2004).
 
H Sara Castiglioni και οι συνεργάτες της (2013) αναφέρουν ότι ο αυστηρός έλεγχος της ομοιοστασίας του Mg είναι σημαντικός για την υγεία των οστών. Με βάση πειραματικές και επιδημιολογικές έρευνες, τόσο το χαμηλό όσο και το υψηλό μαγνήσιο έχουν επιβλαβείς επιδράσεις στα οστά. Η ανεπάρκεια μαγνησίου επηρεάζει άμεσα στην οστεοπόρωση, δρώντας στα οστικά κύτταρα και την επιμετάλλωση του οστού και εμμέσως την έκκριση και τις δραστηριότητες της παραθορμόνης. Επειδή όμως και τα αυξημένα επίπεδα Mg μπορούν να προκαλέσουν επίσης διαταραχές στην επιμετάλλωση, κρίνεται απαραίτητη η διατήρηση της ομοιοστασίας του μαγνησίου.
 
Ως γνωστόν, η φλεγμονή είναι μια φυσιολογική διαδικασία της επούλωσης, ωστόσο μπορεί να είναι επιβλαβής όταν είναι έντονη ή εμφανίζεται σε ακατάλληλη χρονική στιγμή. Η χρόνια φλεγμονή έχει συνδεθεί με καταστάσεις όπως η αρθρίτιδα, οι καρδιακές παθήσεις και ο διαβήτης. Δεδομένα αναλύσεων δείχνουν ότι τα χαμηλά επίπεδα Mg προκαλούν ήπια συστημική φλεγμονώδη αντίδραση (Song Y., et al; 2007 - Chacko S.A., et al; 2010), γεγονός που καθιστά απαραίτητη την κάλυψη των αναγκών σε μαγνήσιο ιδίως στους πάσχοντες από χρόνια νοσήματα.
 
Έχει παρατηρηθεί ότι ο καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι υψηλότερος στις περιοχές που η διατροφική πρόσληψη μαγνησίου είτε η περιεκτικότητά του στο νερό είναι χαμηλή. Ο κίνδυνος καρδιακών παθήσεων είναι χαμηλότερος σε περιοχές με σκληρό νερό, το οποίο περιέχει περισσότερο ασβέστιο και μαγνήσιο, κι αυτό γιατί το μαγνήσιο είναι απαραίτητο για τη φυσιολογική λειτουργία της καρδιάς. Τα επαρκή επίπεδα Mg μειώνουν τον κίνδυνο καρδιακών παθήσεων, εμφράγματος και αρρυθμιών (Kolte D., et al; 2014). Οι άνθρωποι που είχαν τα υψηλότερα επίπεδα μαγνησίου στον ορό του αίματος ήταν λιγότερο πιθανό να υποστούν αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Το μαγνήσιο ωφελεί επίσης τα τοιχώματα των αιμοφόρων αγγείων, χαλαρώνοντας τα, διατηρώντας έτσι την αρτηριακή πίεση χαμηλά, ενώ συμβάλλει και στην αύξηση των "καλών" επιπέδων χοληστερόλης HDL.
 
Το Mg εξυπηρετεί σημαντικό ρόλο στην επεξεργασία της ενέργειας στο σώμα και συνεισφέρει στη δράση της ινσουλίνης (Happy Chutia H. and Lynrah K.; 2016). Οι πάσχοντες από υπομαγνησιαιμία έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα νόσησης από διαβήτη τύπου 2, ενώ τα άτομα που έχουν διαβήτη τύπου 2 χάνουν περισσότερο μαγνήσιο στα ούρα τους, οδηγώντας σε περαιτέρω δυσκολίες στον έλεγχο του σακχάρου του αίματος (Xuexian Fang, et al; 2016).
 
Τα χαμηλά επίπεδα Mg συνδέονται με την απελευθέρωση εγκεφαλικών χημικών ουσιών (νευροδιαβιβαστών) και τη συστολή των αιμοφόρων αγγείων στον εγκέφαλο που προκαλούν ημικρανίες (Mauskop A, Varughese J.; 2012), ενώ συσχετίζονται με την παθοφυσιολογία της κατάθλιψης, τις αγχώδεις διαταραχές και την αϋπνία (Abbasi B., et al; 2012 - Boyle N.B., et al; 2017). Η λήψη επαρκούς μαγνησίου μπορεί να συμβάλει στη μείωση της συχνότητας και της έντασης των ημικρανιών και στη βελτίωση της ψυχικής υγείας.
 
Τροφές πλούσιες σε Mg είναι το ψωμί ολικής άλεσης,  οι ξηροί καρποί , τα φυλλώδη λαχανικά, η σόγια, τα κρεμμύδια, το σπανάκι, το μπρόκολο, τα καρότα,  τα φασόλια,  το σκούρο ρύζι, το αβοκάντο, οι πατάτες, οι ντομάτες κλπ. φρούτα και λαχανικά  (DiNicolantonio J.J., et al; ‎2018).
 
Τα συμπληρώματα Mg είναι χρήσιμα και ωφελούν, όμως μπορεί να προκαλέσουν  παρενέργειες και ενδεχομένως αλληλεπιδράσεις με άλλα φάρμακα, βιταμίνες ή συμπληρώματα (κινολόνες, τετρακυκλίνες, διφωσφονικά, θυροξίνη), μειώνοντας τη δραστικότητά τους, γι’ αυτό θα πρέπει να λαμβάνεται με 2 ώρες διαφορά ή επί αμφιβολίας να διακόπτεται η χρήση του μέχρις ότου ο γιατρός ή ο φαρμακοποιός προτείνουν εναλλακτική επιλογή (Sulli Μ., Ezzo D.; 2007).