Κατευθυντήριες γραμμές για τη διάγνωση και
Aθήνα 2018
ISBN 978-618-83617-0-6
Ιωάννης Διονυσιώτης Ιατρός Φυσικής Ιατρικής & Αποκατάστασης, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Διευθυντής ΦΙΑπ ΙΑΤΡΙΚΟ ΔΙΑΒΑΛΚΑΝΙΚΟ, Αικατερίνη Κατσαλήρα Ρευματολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης Εργαστηρίου Έρευνας Παθήσεων Μυοσκελετικού Συστήματος (ΕΕΠΜΣ), Μερόπη Κοντογιάννη Επίκουρη Καθηγήτρια Κλινικής Διατροφής, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, Χρήστος Κοσμίδης Ορθοπεδικός, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Κέντρο Υγείας Αλεξάνδρας - 1η Υ.Π.Ε., Καλλιόπη Λαμπροπούλου Αδαμίδου Ορθοπαιδικός Χειρουργός, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, MSc «Μεταβολικά Νοσήματα των Οστών», Συνεργάτης Εργαστηρίου Έρευνας Παθήσεων Μυοσκελετικού Συστήματος (ΕΕΠΜΣ), Ειρήνη Λαμπρινουδάκη Ενδοκρινολόγος, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Β΄ Μαιευτική & Γυναικολογική Κλινική ΕΚΠΑ, Γεώργιος Λυρίτης Ομότιμος Καθηγητής Ορθοπαιδικής ΕΚΠΑ, Κωνσταντίνος Μακρής Βιολόγος, Ph.D., EurSpLM, FACB Member of ΙFCC Scientific Division - Executive Committee, Eλληνική Εταιρεία Κλινικής Χημείας - Βιοχημείας, Αλεξία Μπαλανίκα Ακτινολόγος, Διευθύντρια ΕΣΥ, Τμήμα Αξονικής Τομογραφίας Γ.Ν.Α. «ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ», Αθήνα, Χρήστος Μπαλτάς Ακτινολόγος, Διευθυντής ΕΣΥ, Κέντρο Ακτινοδιαγνωστικών Απεικονίσεων, Γ.Ν.Α. «Γ. ΓΕΝΝΗΜΑΤΑΣ», Φωτεινή Παπαδοπούλου Ενδοκρινολόγος, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ, Ιωάννης Σταθόπουλος Ορθοπαιδικός Χειρουργός, MD, MSc, Συνεργάτης Εργαστηρίου Έρευνας Παθήσεων Μυοσκελετικού Συστήματος (ΕΕΠΜΣ), Κωνσταντίνος Σταθόπουλος MD, Ph.D., Ορθοπαιδικός Χειρουργός, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ Συμεών Τουρνής Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, Επιστημονικός Συνεργάτης Εργαστηρίου Έρευνας Παθήσεων Μυοσκελετικού Συστήματος (ΕΕΠΜΣ), Γεώργιος Τροβάς Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος, Διδάκτωρ Ιατρικής Σχολής ΕΚΠΑ, Επιστημονικός Συνεργάτης Εργαστηρίου Έρευνας Παθήσεων Μυοσκελετικού Συστήματος (ΕΕΠΜΣ), Πρόεδρος Ελληνικού Ιδρύματος Οστεοπόρωσης (ΕΛΙΟΣ)
1 Εισαγωγή...................................................................... 3
2 Μεθοδολογία.................................................................. 5
3 Διάγνωση οστεοπόρωσης.................................................... 7
3.1 Παράγοντες κινδύνου.................................................... 7
3.2 Αλγόριθμος αξιολόγησης κινδύνου κατάγματος (FRAX)............. 11
3.3 Οδηγίες διάγνωσης και θεραπείας της οστεοπόρωσης - 2017......... 15
3.4 Μέθοδος απορροφησιομετρίας διπλοενεργειακής δέσμης
ακτίνων X/DXA.......................................................... 17
3.5 Μέθοδος ποσοτικής υπερηχοτομογραφίας/QUS..................... 27
3.6 Μέθοδος ποσοτικής υπολογιστική τομογραφία/QCT................ 30
3.7 Μέθοδος περιφερικής ποσοτικής υπολογιστικής τομογραφίας/pQCT 35
3.8 Μέθοδος μαγνητικού συντονισμού/MRI............................... 38
3.9 Βιοχημικοί δείκτες οστικού μεταβολισμού............................ 41
4 Θεραπεία οστεοπόρωσης................................................... 57
4.1 Εισαγωγή................................................................ 57
4.2 Διφωσφονικά........................................................... 59
4.3 Εκλεκτικοί τροποποιητές των οιστρογονικών υποδοχέων
(Selective Estrogen Receptor Modulators: SERMs) ......................... 70
4.4 Ορμονική θεραπεία υποκατάστασης (ΟΘΥ).......................... 72
4.5 Ασβέστιο, βιταμίνη D και μεταβολίτες της D ................................. 74
4.6 Αναβολική θεραπεία ή Αναβολικοί παράγοντες...................... 76
4.7 Δενοσουμάμπη (Denosumab).......................................... 82
4.8 Αντιμετώπιση του πόνου και αποκατάσταση του ασθενούς μετά
από οστεοπορωτικό κάταγμα.......................................... 87
5 Μη φαρμακευτικές παρεμβάσεις........................................... 89
5.1 Άσκηση στην οστεοπόρωση............................................ 89
5.2 Πρόληψη των πτώσεων................................................. 93
5.3 Προστατευτικά του ισχίου............................................. 96
5.4 Διατροφή................................................................ 9
8 Οστεοπόρωση σε νέους ενήλικες: διάγνωση και αντιμετώπιση......... 129
9 Βιβλιογραφία................................................................ 143
Το Ελληνικό Ίδρυμα Οστεοπόρωσης παρουσιάζει τις νέες κατευθυντήριες γραμμές για τη διάγνωση και αντιμετώπιση της Οστεοπόρωσης στην Ελλάδα για το έτος 2017. Τα κείμενα που ακολουθούν αναφέρονται κύρια στη μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση αλλά υπάρχουν σαν ξεχωριστά κεφάλαια η ανδρική οστεοπόρωση η οστεοπόρωση από κορτικοστεροειδή και για πρώτη φορά η οστεοπόρωση σε νέους ενήλικες.
Στη παρούσα έκδοση γίνεται μια κριτική προσέγγιση των νεότερων διαγνωστικών μεθόδων για τις διαταραχές του οστικού μεταβολισμού συζητούνται οι αλλαγές της θεραπευτικής στρατηγικής και παρουσιάζονται τα νεότερα δεδομένα για την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια των φαρμάκων που δρουν στο σκελετό, όπως επίσης και για τους διατροφικούς παράγοντες και το ρόλο της άσκησης.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω όλα τα μέλη της συγγραφικής ομάδας για τη συμβολή τους στην αναθεωρημένη αυτή έκδοση καθώς επίσης και τη γραμματέα του ΕΛΙΟΣ κα Ψυχογιού για τη βοήθεια της στη τεχνική παρουσίαση του κειμένου αυτού.
Γιώργος Τροβάς
Συντονιστής Της ομάδας Εργασίας,
Εισαγωγή
Μετά την εμπειρία από τη χορήγηση των αλάτων φθορίου που προκαλούσαν σημαντική αύξηση στην οστική πυκνότητα, χωρίς όμως να μειώνουν τη συχνότητα των καταγμάτων, αναθεωρήθηκε ο ορισμός της οστεοπόρωσης ώστε να περιλαμβάνει την έννοια της οστικής αντοχής και ποιοτικών παραμέτρων που σχετίζονται με τα κατάγματα χαμηλής ενέργειας. «Ως οστεοπόρωση ορίζεται μία συστηματική σκελετική νόσος η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική μάζα και διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής του οστίτη ιστού, με αποτέλεσμα τη μειωμένη μηχανική αντοχή των οστών και τον αυξημένο κίνδυνο καταγμάτων»12. Το κάταγμα το οποίο προκαλείται από φορτίσεις χαμηλής ενέργειας σε οστά μειωμένης αντοχής είναι η τελική έκβαση της οστεοπόρωσης που προσδίδει το επιδημιολογικό ενδιαφέρον στη νόσο.
Ισχυρά δεδομένα από τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες (Randomized Con- trolled Trial: RCT) και τις μεταναλύσεις τους τεκμηριώνουν την αντικαταγματική δράση των εγκεκριμένων φαρμάκων για την οστεοπόρωση. Ο πρωτεύων στόχος στα πλαίσια αντιμετώπισης της οστεοπόρωσης είναι η πρόληψη των οστεοπορωτικών καταγμάτων. Για τη διατροφή και την άσκηση δεν υπάρχουν μελέτες υψηλής αξιοπιστίας οι οποίες να ελέγχουν άμεσα την επίδρασή τους στη συχνότητα των καταγμάτων. Οι παρεμβάσεις σε επίπεδο διατροφής και άσκησης στοχεύουν κυρίως στην πρόληψη της οστικής απώλειας.
Στο κείμενο αυτό παρουσιάζονται κριτήρια εντοπισμού ατόμων υψηλού κινδύνου, διαγνωστικά κριτήρια και μέθοδοι διάγνωσης, καθώς επίσης τρόποι αντιμετώπισης και πρόληψης της μετεμμηνοπαυσιακής οστεοπόρωσης, της οστεοπόρωσης από κορτικοστεροειδή της ανδρικής οστεοπόρωσης και για πρώτη φορά η διάγνωση και αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης σε νέους ενήλικες. Συζητούνται, επίσης, πληθυσμιακές προσεγγίσεις για την πρόληψη και τη διάγνωση της οστεοπόρωσης. Η θέσπιση κοινού κατευθυντήριου προγράμματος για την αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης συμβάλλει στη βελτίωση της λειτουργίας του Συστήματος Yγείας και προσβλέπει στην εξασφάλιση της βέλτιστης φροντίδας για τα άτομα υψηλού κινδύνου για οστεοπορωτικά κατάγματα. Ο σκοπός του κειμένου αυτού είναι η διαμόρφωση ενός τεκμηριωμένου γνωστικού πλαισίου για τη λήψη αποφάσεων που αφορούν στην πρόληψη και αντιμετώπιση της οστεοπόρωσης και των οστεοπορωτικών καταγμάτων. Οι ιατροί διαφόρων ειδικοτήτων, που ασχολούνται με την οστεοπόρωση θα πρέπει να λαμβάνουν κλινικές αποφάσεις στηριζόμενοι στα καλύτερα διαθέσιμα δεδομένα της βιβλιογραφίας σε συνδυασμό με την κλινική τους εμπειρία και τις άξιες και προτιμήσεις του ασθενούς όπως απαιτούν οι σύγχρονες αρχές της τεκμηριωμένης ιατρικής.
Διάγνωση οστεοπόρωσης
3.1 Παράγοντες κινδύνου
«οστεοπόρωση» είναι βεβαίως η προσπάθεια αποφυγής της εμφάνισης των καταγμάτων χαμηλής βίας. Είναι σαφές ότι μέσα στον γενικό όρο «οστεοπόρωση» περικλείονται πολλά νοσήματα-σύνδρομα-καταστάσεις που ως αποτέλεσμα έχουν το εύθραυστο οστούν.
Η κλινική εκτίμηση των ανθρώπων για «οστεοπόρωση», ουσιαστικά επιβάλλει την υποβολή τους σε πλήρη κλινικοεργαστηριακό διαφοροδιαγνωστικό έλεγχο, με σκοπό την ταυτοποίηση της νοσηρής τους κατάστασης, ώστε να είναι εφικτή η αιτιολογική της θεραπεία.
Κατά την εκτίμηση αυτή, αξιολογούνται συγκεκριμένοι παράγοντες κινδύνου, που επιδημιολογικά έχει αποδειχθεί ότι σχετίζονται αιτιολογικά με τα κατάγματα χαμηλής βίας.
Οι παράγοντες αυτοί, που μπορεί να είναι ανθρωπομετρικοί, κληρονομικοί, παθογενετικοί, φαρμακευτικοί και τρόπου ζωής, έχουν σχετισθεί με την οστεοπόρωση. Ορισμένοι από αυτούς, που συμμετέχουν παθογενετικά στην ανάπτυξή της, σχετίζονται ευθέως και με την συχνότητα των καταγμάτων. Οι διατροφικοί παράγοντες και ο τρόπος ζωής (με εξαίρεση το κάπνισμα και την κατάχρηση οινοπνεύματος) είναι μικρότερης σημασίας, καθώς δεν έχει αποδειχθεί ότι επηρεάζουν την συχνότητα των καταγμάτων14-18.
Η ηλικία
Ο δείκτης μάζας σώματος (BMI)
Προηγούμενο κάταγμα χαμηλής βίας
Προκειμένου περί των σπονδυλικών καταγμάτων προκύπτουν δύο κλινικά προβλήματα για τον κλινικό ιατρό. Το πρώτο αφορά την «υποδιάγνωσή» τους (μόνο το 33% των καταγμάτων αναγνωρίζεται εγκαίρως κλινικά)40. Το δεύτερο αφορά στην ανάγκη διαφορικής διάγνωσης σπονδυλικών παραμορφώσεων, που αναγνωρίσθηκαν μεν εγκαίρως, πιθανώς όμως δεν συνιστούν απλό οστεοπορωτικό κάταγμα, αλλά άλλης αιτιολογίας παραμόρφωση (πολλαπλούν μυέλωμα, πρωτοπαθείς και -κυρίως- δευτεροπαθείς όγκοι των οστών, οστεομαλακία, υπερπαραθυρεοειδισμός κ.ά.).
Τίθενται (κατά Genant) κριτήρια αναγνώρισης και κατάταξης των σπονδυλικών παραμορφώσεων (τουλάχιστον 20% μείωση του ύψους του προσθίου, μέσου ή οπισθίου τμήματος του σπονδυλικού σώματος, όπως αυτό φαίνεται στην πλαγιοπλαγία απλή ακτινογραφία)41.
Συνεπώς όπως ο ISCD συνιστά73, πρέπει να γίνεται πλαγία (profil) απεικόνιση της ΣΣ με απλές ακτινογραφίες ή με VFA (Vertebral Fracture Assessment) στο οστεοπυκνόμετρο από το Θ4 έως το Ο4, σε άτομα με T-score -1 αν συνυπάρχει οτιδήποτε από τα εξής: 1) ηλικία >70 σε γυναίκα ή >80 σε άνδρα, 2) απώλεια ύψους >4 εκ. από το κορυφαίο, 3) αναφερόμενο ιστορικό σπονδυλικού κατάγματος ή 4) παλαιά ή τρέχουσα λήψη κορτικοειδών (>5 mg πρεδνοζολόνης/ημ. για >3 μήνες).
Η εικόνα της ΣΣ κατά την έναρξη παρακολούθησης ενός ατόμου για «οστεοπόρωση», εκτός της ανάγκης για απεικόνιση ήδη υπαρχόντων σπονδυλικών καταγμάτων, αποτελεί και εικόνα για σύγκριση με μελλοντικές απεικονίσεις της ΣΣ, ώστε να ελέγχεται η πορεία της νόσου και η επιτυχία ή μη της ενδεχομένης αγωγής, μέσω της ύπαρξης ή μη νέων σπονδυλικών καταγμάτων ή επιδείνωσης ήδη υπαρχόντων74.
Οι ασθενείς με κάταγμα του ισχίου έχουν περίπου διπλάσιο κίνδυνο να υποστούν ένα μελλοντικό οστεοπορωτικό κάταγμα σε οποιοδήποτε σημείο του σκελετού34. Λόγω της οστικής απώλειας που ακολουθεί την εμφάνιση κατάγματος του ισχίου42,43, το 7% περίπου των ασθενών αυτών θα υποστούν κάταγμα και στο άλλο ισχίο εντός 3,3-7 ετών44,45. Δεδομένων των σημαντικών (έως και θανατηφόρων) επιπτώσεων στην κατάσταση της υγείας αυτών των ασθενών, η δευτερογενής πρόληψη πρέπει να αρχίζει αμέσως μετά το κάταγμα και να μην υποεκτιμάται η αναγκαιότητα της επείγουσας και πλήρους κλινικής διερεύνησης και θεραπευτικής αγωγής46,47, επαυξάνοντας την σημασία όσων ήδη εκτέθηκαν στην παράγραφο για την ηλικία.
Κατάχρηση οινοπνεύματος
Δευτεροπαθής οστεοπόρωση
Οστική πυκνότητα
Αναπόφευκτα διενεργήθηκε μεγάλος αριθμός προοπτικών μελετών και συστηματική μετα-ανάλυση αυτών51 που δείχνουν ότι σε μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες λευκής φυλής η χαμηλή οστική πυκνότητα που μετράται με την μέθοδο DXA σε οποιαδήποτε ανατομική θέση, σχετίζεται με αυξημένη πιθανότητα κατάγματος σε αυτή τη θέση. Ο σχετικός κίνδυνος κατάγματος απεδείχθη αυξημένος από 1,2 έως και 4,4 φορές για κάθε ελάττωση της οστικής πυκνότητος κατά μία σταθερή απόκλιση (standard deviation, SD) σε σύγκριση με την μέση τιμή υγιών νεαρών γυναικών (T-score) για την αντίστοιχη θέση μέτρησης23,52-54. Ειδικά για τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου, αυτός είναι αυξημένος 2,6 φορές (CI 95% 2,0-3,5) για κάθε μία σταθερή απόκλιση πτώσεως του T-score του αυχένα του μηριαίου.
Ανάλυση με βάση τα στοιχεία της επιδημιολογικής μελέτης NORA55, αποκάλυψε ότι ο πληθυσμός των γυναικών με οστεοπενία εμφανίζει αθροιστικά περισσότερα κατάγματα από τον πληθυσμό των γυναικών με οστεοπόρωση (επειδή οι γυναίκες με οστεοπενία είναι αριθμητικά πολλαπλάσιες αυτών με οστεοπόρωση). Επειδή όμως το γεγονός των πολλών καταγμάτων στην «γκρίζα» ζώνη, κάτω από τον απόλυτο ουδό της θεραπευτικής αγωγής (T-score μεγαλύτερο του -2,5), παραμένει μια πραγματικότητα που είναι ανάγκη να ανατραπεί, προέκυψε επιτακτικός ο καθορισμός «Αλγορίθμου αξιολόγησης κινδύνου κατάγματος» (όρα σχετικό εδάφιο κατωτέρω).
Πτώσεις
3.2 Αλγόριθμος αξιολόγησης κινδύνου κατάγματος (FRAX)
Στην χώρα μας μετά από σχετική μελέτη75, ο θεραπευτικός ουδός προσδιορίσθηκε ως εξής: Για άτομα κάτω των 75 ετών, 10% για τον κίνδυνο των τεσσάρων καταγμάτων και 2,5% για τον κίνδυνο κατάγματος ισχίου. Για άτομα άνω των 75 ετών, 15% και 5% αντίστοιχα.
Σε κάθε περίπτωση ο αλγόριθμος αποτελεί πολύ σημαντικό εργαλείο στην διάθεση του κλινικού ιατρού.
Η ανάπτυξη του αλγορίθμου βασίσθηκε σε μεγάλες επιδημιολογικές καταγραφές επιπτώσεως των τεσσάρων ειδών καταγμάτων που προαναφέρθηκαν. Διαπιστώθηκε ότι οι επιπτώσεις αυτών των καταγμάτων διαφέρουν πολύ από κράτος σε κράτος (ακόμη και μεταξύ φυλετικών ομάδων μέσα στο ίδιο κράτος, π.χ. ΗΠΑ)29-31,61-63. Μέχρι σήμερα (έκδοση 4.0) ο αλγόριθμος έχει εμπλουτισθεί με βάση νεότερες επιδημιολογικές καταγραφές, τόσο των «παλαιών» χωρών (από το 2008), όσο και με εισαγωγή νέων χωρών (όπως και η Ελλάδα, από τον Απρίλιο του 2012)6 ανεβάζοντας το μέχρι σήμερα σύνολο των χωρών σε 63 και των αλγορίθμων σε περισσότερους λόγω της φυλετικής ποικιλίας του πληθυσμού σε μερικές από αυτές.
Αναγνωρισμένοι επιδημιολογικά παράγοντες κινδύνου (εκτός της εθνικότητος):
Ηλικία
Φύλο
Χαμηλός (μικρότερος του 20) δείκτης μάζας σώματος (ΒΜΙ)
Προηγούμενο κάταγμα χαμηλής βίας, ιδίως ισχίου, καρπού ή ΣΣ (συμπεριλαμβανομένων και των ακτινολογικών καταγμάτων σπονδύλων)
Ιστορικό κατάγματος ισχίου γονέως
Αγωγή με κορτικοειδή (ισοδύναμο τουλάχιστον 5 mg πρεδνιζολόνης την ημέρα, επί 3 μήνες τουλάχιστον), οποτεδήποτε στο παρελθόν
Ενεργό κάπνισμα
Χρήση οινοπνεύματος (3 μονάδες οινοπνεύματος και άνω την ημέρα)
Ρευματοειδής αρθρίτις
Δευτεροπαθής οστεοπόρωση: Ανδρικός ή γυναικείος υπογοναδισμός χωρίς αγωγή, (π.χ. πρώιμη εμμηνόπαυση, αμφοτερόπλευρη ωοθηκεκτομή ή ορχεκτομή, ψυχογενής ανορεξία, χημειοθεραπεία μετά από καρκίνο μαστού, ανεπάρκεια υποφύσεως, αγωγή καταστολής ανδρογόνων σε άνδρες με καρκίνο προστάτη), φλεγμονώδεις παθήσεις του πεπτικού, όπως νόσος Crohn ή ελκώδης κολίτις. (Πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι σε αυτές τις παθήσεις ο κίνδυνος εξαρτάται από την χρήση γλυκοκορτικοειδών, παρά ταύτα όμως παραμένει επιπλέον κίνδυνος σε κάποιο μέτρο και μετά την διόρθωση ως προς την χρήση τους). Παρατεταμένη ακινητοποίηση, (π.χ. κάκωση νωτιαίου μυελού, νόσος Par- kinson, αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, μυϊκή δυστροφία, αγκυλοποιητική σπονδυλίτις). Μεταμόσχευση οργάνων, σακχαρώδης διαβήτης Ι και ΙΙ, παθήσεις θυρεοειδούς (π.χ. παραμελημένος υπερθυρεοειδισμός ή υπερθεραπευόμενος υποθυρεοειδισμός), χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια69.
Μετά την στατιστική επεξεργασία όλων αυτών των παραγόντων δημιουργήθηκε και υφίσταται στο διαδίκτυο (http:// www.shef.ac.uk/ FRAX/), όπου αποκλειστικά είναι διαθέσιμος ο αλγόριθμος. Απαιτεί την επιλογή της εθνικότητος και την καταχώρηση της ηλικίας (λειτουργεί μόνον για ηλικίες από 40-90 ετών), του φύλου, του βάρους και του ύψους (υπολογίζει αυτομάτως τον BMI). Κατόπιν ζητάει απαντήσεις (ΝΑΙ ή ΟΧΙ) στα εξής ερωτήματα: Προηγούμενο κάταγμα; Ιστορικό κατάγματος ισχίου γονέως; Ενεργό κάπνισμα; Χρήση γλυκοκορτικοειδών; Ρευματοειδής αρθρίτις; Δευτεροπαθής οστεοπόρωση; Κατάχρηση οινοπνεύματος;
Η απάντηση σε κάθε μία από τις ερωτήσεις αυτές πρέπει να βασίζεται στα στοιχεία του ανωτέρω πίνακα με την ανάλυση των παραγόντων κινδύνου.
Στο τέλος ο αλγόριθμος προβλέπει προαιρετικά την εισαγωγή της οστικής πυκνότητος του αυχένα του μηριαίου (σε g/cm2 ή σε T-score για γυναίκα και μόνο σε g/cm2 για άνδρα). Αν είναι διαθέσιμη και εισαχθεί η τιμή της BMD (ή του T-score), ο αλγόριθμος αυτομάτως θεωρεί ως «Όχι» την απάντηση στην ερώτηση για ύπαρξη ή μη δευτεροπαθούς οστεοπορώσεως, διότι η επιπλέον επιβάρυνση πιθανότητος οστεοπορωτικού κατάγματος σε αυτά τα άτομα, θεωρείται ότι εκφράζεται ακριβέστερα μέσω της οστικής πυκνομετρίας. Αμέσως μετά υπολογίζει τον BMI και δίνει δύο πιθανότητες επί τοις εκατό που έχει το άτομο αυτό να υποστεί κάταγμα τα επόμενα δέκα χρόνια: 1) μείζον οστεοπορωτικό (αθροιστική πιθανότητα για κάταγμα άνω πέρατος βραχιονίου ή κάτω πέρατος αντιβραχίου ή σπονδύλου ή ισχίου) και 2) μόνον ισχίου.
Προϋπόθεση εφαρμογής του αλγορίθμου είναι να μην έχει ήδη λάβει αγωγή το εξεταζόμενο άτομο, καθότι δεν είναι εργαλείο παρακολούθησης αγωγής, δεδομένου ότι τα επιδημιολογικά στοιχεία στα οποία βασίζεται αφορούν ουδέποτε θεραπευθέντα άτομα.
Παρόλα αυτά και επειδή υπάρχουν πλέον ασθενείς που βρίσκονται σε “drug holiday” (διακοπή αγωγής), συνήθως μετά από μία περίοδο μερικών ετών λήψης αντιοστεοκλαστικών, μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει το Frax κατά την παρακολούθησή τους, παρά το ότι η βιβλιογραφία δεν το οριοθετεί με σαφήνεια. Αν υποτεθεί ότι βρίσκει κανείς σε αυτούς του ασθενείς χαμηλό Frax score, λ.χ. 2 έτη μετά την διακοπή αγωγής με διφωσφονικά, είναι λογικό να υποθέσει ότι ο πραγματικός κίνδυνος κατάγματος είναι ακόμη χαμηλότερος, λόγω της παραμονής των διφωσφονικών στα οστά του και της εξ αυτών προστασίας, κάτι που το Frax δεν λαμβάνει υπόψη. Αυτό όμως δεν ισχύει αν βρεθεί υψηλό Frax score. Σε αυτή την περιπτωση δεν είναι δυνατόν να υπολογισθεί το ποσοστό της θεωρητικής μείωσης του κινδύνου που προσφέρει το παραμένον διφωσφονικό, ώστε να υπολογισθεί ο πραγματικός κίνδυνος. Παρόμοιο σκεπτικό δεν ισχύει για προηγούμενη χρήση άλλων αντικαταβολικών, δεδομένου ότι δεν παραμένουν στον σκελετό και η προστασία που προσφέρουν διαρκεί μόνον για το χρονικό διάστημα που λαμβάνονται. Σε αυτές τις περιπτώσεις ευρισκόμενα υψηλά Frax scores πρέπει να λαμβάνονται ως πραγματικά.
Υπάρχουν περιπτώσεις ασθενών για τους οποίους είναι διαθέσιμη μέτρηση οστικής πυκνότητος ΟΜΣΣ και ισχίου. «Αυξήστε (ή μειώστε) αντίστοιχα την δεκαετή πιθανότητα μείζονος οστεοπορωτικού κατάγματος κατά 10% για κάθε ακεραία (στρογγυλοποιημένη) σταθερή απόκλιση διαφοράς μεταξύ T-score ΟΜΣΣ και αυχένος μηριαίου»68. Παράδειγμα: Έστω ασθενής με T-score αυχένος μηριαίου -1,7 και FRAX 18%. Αν έχει T-score ΟΜΣΣ -3,5 η διαφορά των T-scores (3,5-1,7) είναι 1,8 (στρογγυλοποιούμενο στο 2). Αυτό σημαίνει ότι ο κίνδυνος αυτού του ασθενούς πρέπει να προσαυξηθεί κατά 20% (10% Χ 2), δηλαδή 18%+3,6%=21,6%.
Οι δόσεις των κορτικοειδών διαφοροποιούν τον δεκαετή κίνδυνο μείζονος οστεοπορωτικού κατάγματος67. Αφού υπολογίσουμε τον δεκαετή κίνδυνο για μείζον οστεοπορωτικό κάταγμα και εφόσον πρόκειται για άτομο που απαντά «ναι» για χρήση κορτικοστεροειδών (αδιαφορώντας προς στιγμή για τον ουδό των 5 mg πρεδνοζολόνης/ημ.), διαφοροποιούμε το τελικό FRAX score ως εξής:
1. Για δόση έως 2,5 mg πρεδνιζολόνης/ημ. το FRAX score μειώνεται κατά 20%.
2. Για δόση 2,5 έως 7,5 mg το FRAX score παραμένει ως έχει.
3. Για δόση μεγαλύτερη των 7,5 mg το FRAX score αυξάνεται κατά 15%.
Ο αλγόριθμος δεν περιλαμβάνει την δυνατότητα ενσωμάτωσης στοιχείων από βιοχημικούς δείκτες οστικής εναλλαγής, παρόλο που η αύξησή τους έχει αποδειχθεί ότι αποτελεί ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση οστεοπορωτικών καταγμάτων. Οι αιτίες είναι πολλές και μεταξύ αυτών η έλλειψη παγκοσμίως αποδεκτών φυσιολογικών διακυμάνσεων στις τιμές τους, η έλλειψη ακρίβειας και επαναληψιμότητας στις μετρήσεις τους, όπως και -κυρίως- η μη διαθεσιμότητα αυτών των εξετάσεων για πολλά εκατομμύρια ασθενών παγκοσμίως. Επίσης δεν περιλαμβάνει ερωτηματολόγιο σχετικό με πτώσεις, επειδή δεν υπάρχει τυποποιημένο και αξιολογημένο ως προς την βαρύτητά του για τον κίνδυνο καταγμάτων τέτοιου είδους ερωτηματολόγιο και επειδή τα χρησιμοποιούμενα φαρμακευτικά σκευάσματα για την οστεοπόρωση δεν έχουν επίπτωση στην συχνότητα των πτώσεων.
Ωστόσο υπάρχει αλγόριθμος που λαμβάνει υπόψη του το ιστορικό των πτώσεων των τελευταίων 12 μηνών (GARVAN). Ο αλγόριθμος αυτός ενσωματώνει πολύ λιγότερους παράγοντες κινδύνου σε σχέση με το FRAX: ηλικία, φύλο, BMD αυχένα μηριαίου, βάρος και ιστορικό προηγουμένων καταγμάτων μετά την ηλικία των 50 ετών. Η προγνωστική ικανότητα (η οποία μάλιστα αφορά τα 5 και 10 έτη στο μέλλον) ελέγχεται από μελέτες περίπου η ίδια με το FRAX ή σε μερικές περιπτώσεις και καλύτερη64. Εν κατακλείδι όμως, όπως φαίνεται μέχρι σήμερα, η διεθνής βιβλιογραφία «εμπλουτίζει» και «ανανεώνει» το FRAX πολύ περισσότερο από κάθε άλλον αλγόριθμο, καθιστώντας τον έτσι προεξάρχοντα για την χρήση από τον κλινικό ιατρό.
3.3 Οδηγίες διάγνωσης και θεραπείας της οστεοπόρωσης - 2017
Ο ελάχιστος αναγκαίος εργαστηριακός έλεγχος για διερεύνηση του οστεοπορωτικού ασθενούς παρουσιάζεται στον Πίνακα 4 .
Σε ειδικές περιπτώσεις ασθενών με πολύπλοκη διαφοροδιαγνωστική προβλέπονται επί πλέον εξετάσεις (Πίνακας 5).
Οι οδηγίες διατυπώνουν με σαφήνεια τις εξής έξη περιπτώσεις που αποτελούν ένδειξη αγωγής, οποιαδήποτε από αυτές αν ισχύει:
Σπονδυλικό κάταγμα χαμηλής βίας
Κάταγμα ισχίου χαμηλής βίας
Περισσότερα από ένα έτερα κατάγματα χαμηλής βίας (π.χ. κάταγμα κερκίδας)
Μέτρηση οστικής πυκνότητας ισχίου (ολικό ισχίο ή αυχένας μηριαίου) ή/και Ο.Μ.Σ.Σ. με Τ score £-2,5
Μέτρηση οστικής πυκνότητας με Τ score μεταξύ -1,0 και -2,5 (οστεοπενία) αλλά με 10-ετή καταγματικό κίνδυνο (FRAX) ³10% για μείζον οστεοπορωτικό κάταγμα ή/και ³2,5% για κάταγμα ισχίου, για άτομα ηλικίας 50-75 ετών.
Μέτρηση οστικής πυκνότητας με Τ score μεταξύ -1,0 και -2,5 (οστεοπενία) αλλά με 10-ετή καταγματικό κίνδυνο (FRAX) ³15% για μείζον οστεοπορωτικό κάταγμα ή/και ³ 5% για κάταγμα ισχίου, για άτομα ηλικίας άνω των 75 ετών.
ΗΛΙΚΙΑ |
Κατάγματα χαμηλής βίας |
Υπογοναδισμός |
Πρώιμη εμμηνόπαυση ( |
Σύνδρομα δυσαπορρόφησης |
Πρωτοπαθής υπερπαραθυρεοειδισμός |
Φαρμακευτική αγωγή σχετιζόμενη με απώλεια οστικής μάζας ή/και κίνδυνο κατάγματος (π.χ. στεροειδή, αναστολείς αρωματάσης, κ.λπ.) |
Έτερα παθολογικά νοσήματα σχετιζόμενα με απώλεια οστικής μάζας ή/και κίνδυνο κατάγματος (π.χ. Ρευματο- ειδής Αρθρίτιδα, Σύνδρομο Cushing, Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 1 ή 2, σοβαρή ΧΑΠ, HIV λοίμωξη, κ.ά.). |
ΗΛΙΚΙΑ 50-64 ΕΤΩΝ |
Κάταγμα χαμηλής βίας μετά την ηλικία των 40 ετών |
Κάταγμα ισχίου γονέα |
Σπονδυλικό κάταγμα ή/και οστεοπενική απεικόνιση οστών σε ακτινογραφίες |
Χαμηλό βάρος (BMI 20 kgr/m2) ή/και απώλεια βάρους >10% από το βάρος του ασθενή στην ηλικία των 25 ετών |
Κατανάλωση οινοπνεύματος (³25-30 γρ. ημερησίως) ή/και κάπνισμα |
Έτεροι παράγοντες και νόσοι (όπως στην ηλικιακή ομάδα |
ΗΛΙΚΙΑ ³65 ΕΤΩΝ |
Όλοι οι άνδρες και γυναίκες |
Πίνακας 4.
1. Ασβέστιο ορού (διορθωμένο ως προς αλβουμίνη ορού) |
2. Φωσφόρος του ορού |
3. Γενική αίματος |
4. ΤΚΕ |
5. Κρεατινίνη ορού |
6. Αλκαλική φωσφατάση ορού (ALP) |
7. Θυρεοειδοτρόπος ορμόνη (TSH) |
8. 25 (OH) βιταμίνη D ορού |
9. Ασβέστιο ούρων του 24-ώρου |
Παραθορμόνη ορού (PTH) |
Τεστοστερόνη ορού (άνδρες) |
Ανοσοηλεκτροφόρηση ορού-ούρων |
Κορτιζόλη ούρων 24-ώρου |
Τρυπτάση ορού |
Anti-tissue Transglutaminase (tTG) αντισώματα |
… και οποιαδήποτε άλλη εξέταση κρίνεται επιπροσθέτως απαραίτητη κατά τη διερεύνηση. |
Συμπεράσματα
Η παρουσία πολλαπλών σπονδυλικών καταγμάτων αυξάνει πολύ τον κίνδυνο εμφάνισης νέων σπονδυλικών καταγμάτων. Η παρουσία οποιουδήποτε οστεοπορωτικού κατάγματος αυξάνει τον κίνδυνο μελλοντικού κατάγματος, ανεξάρτητα από την οστική πυκνότητα. Ο συνδυασμός πληροφοριών οστικής πυκνομετρίας, ιστορικού καταγμάτων, ανθρωπομετρικών στοιχείων και συγκεκριμένων παραγόντων κινδύνου προβλέπει με σημαντική ακρίβεια τον κίνδυνο καταγμάτων χαμηλής βίας. |
Συστάσεις
Άμεση αξιολόγηση και έναρξη αγωγής σε ασθενείς με πολλαπλές σπονδυλικές παραμορφώσεις, που σχετίζονται με απώλεια ύψους και κύφωση (A). Άμεση αξιολόγηση και έναρξη αγωγής σε άτομα με κλινικά κατάγματα (ισχίου ή σπονδύλου ή περισσότερα του ενός άλλα) (A). Άμεση κλινική διερεύνηση και έναρξη αγωγής με το οστεοπυκνομετρικό κριτήριο της οστεοπορώσεως (T-score μικρότερο του -2,5) (A). Εφαρμογή του αλγορίθμου FRAX σε όλα τα άτομα με οστεοπενία (μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες ή άνδρες 40-90 ετών) (A). |