06-06-2017

Κάδμιο, Οστεοπόρωση και Οικολογική Συνείδηση.Κων/νος Σαρόπουλος, Ορθοπαιδικός Χειρουργός, (ksaropoulos@hotmail.com).

Κάδμιο, Οστεοπόρωση και Οικολογική Συνείδηση.
Κων/νος Σαρόπουλος, Ορθοπαιδικός Χειρουργός, (ksaropoulos@hotmail.com).
 
 
 
Μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Bone and Mineral Research δείχνει ότι οι πληθυσμοί που εκτίθενται σε Κάδμιο (Cadmium -Cd) μέσω της διατροφής τους έχουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης οστεοπόρωσης. 
Ο Yang Xinfen και οι συνεργάτες του από τη Σχολή Δημόσιας Υγείας και Τροπικής Ιατρικής του Πανεπιστημίου Guangdong στο Guangzhou της Κίνας, αξιολόγησαν 832 άτομα από 7 πόλεις όπου διέμεναν για τουλάχιστον 15 χρόνια και διατρέφονταν με ρύζι και λαχανικά καλλιεργημένα σε περιοχή μολυσμένη από το Cd, μετρώντας την οστική πυκνότητα και τη συγκέντρωση του Cd στα ούρα, συγκρίνοντάς τα με 284 κατοίκους δύο γειτονικών πόλεων με παρόμοιο τρόπο ζωής, κοινωνικοοικονομική κατάσταση και διαιτητικές συνήθειες με τροφές όμως που καλλιεργούνταν σε μη ρυπαρή περιοχή. 
Οι ελεγχόμενοι ηλικίας 40 - 79 ετών εξετάστηκαν ως προς τη συγκέντρωση του Καδμίου στα ούρα και αξιολογήθηκαν με δείκτες πρώιμης νεφρικής δυσλειτουργίας, όπως την       Ν-ακετυλο-β-D-γλυκοζαμινιδάση (NAG) και τη λευκωματίνη (U-Alb) των ούρων, τις α1 και β2 μικροσφαιρίνες και το T-score με μέτρηση οστικής πυκνόττας (DXA). 
Οι άνδρες και οι γυναίκες που ζουν σε μολυσμένες περιοχές είχαν μέση συγκέντρωση Cd στα ούρα 5,53 μg / g κρεατινίνης, ενώ η ομάδα ελέγχου 1,70 μg / g κρεατινίνης. Οι γυναίκες παρουσίασαν υψηλότερο φορτίο μάλλον γιατί έχουν συχνότερα έλλειψη σιδήρου, γεγονός που επιτρέπει την απορρόφηση υψηλότερης ποσότητας Cd από το γαστρεντερικό σωλήνα. Σημειωτέον ότι ο ΠΟΥ έχει προτείνει ως φυσιολογικές τιμές μικρότερες των 2 μg / g κρεατινίνης, ενώ η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων τα 4 μg / g κρεατινίνης. 
Σκοπός της αναφερόμενης μελέτης ήταν να αξιολογήσει το φορτίο του Cd σε ένα πληθυσμιακό δείγμα στις αστικές και αγροτικές περιοχές του Guangdong της Νότιας Κίνας, πλούσιας σε μη σιδηρούχους μεταλλικούς πόρους, κυρίως ψευδαργύρου και μολύβδου, καθώς το Κάδμιο συνδέεται μαζί τους,  με σκοπό την αξιολόγηση της περιεκτικότητάς του στην καθημερινή διατροφή των κατοίκων και τις επιδράσεις στην υγεία τους.
Πράγματι, τα βαρέα μέταλλα είναι οι πιο επικίνδυνοι ρύποι καθώς οι ενώσεις τους παραμένουν στο περιβάλλον για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το κάδμιο, όπως και ο μόλυβδος, ως απανταχού παρόντες μολυσματικοί παράγοντες αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης καρδιαγγειακής και νεφρικής νόσου και άλλων ασθενειών που σχετίζονται με τη γήρανση, αφού έχουν συσχετιστεί με πολλαπλούς μηχανισμούς όπως το οξειδωτικό στρες, τη φλεγμονή και την αναστολή της επιδιόρθωσης του DNA. 
Το κάδμιο απαντάται στo γήινο φλοιό, ωστόσο η εκτεταμένη εμφάνισή του στο περιβάλλον οφείλεται κυρίως σε ανθρωπογενή δραστηριότητα καθώς ανευρίσκεται σε μέρη που εξορύσσονται ή επεξεργάζονται ο ψευδάργυρος ή ο μόλυβδος και χρησιμοποιείται στις μπαταρίες, τις ηλεκτροεπιμεταλλώσεις, στην κατασκευή χρωμάτων και ως σταθεροποιητικό στα πλαστικά. Το Κάδμιο καταλήγει στην ατμόσφαιρα, στο έδαφος και στο υδάτινο περιβάλλον με τελικό προορισμό τη θάλασσα και μπορεί να τα μολύνει δηλητηριάζοντας καλλιέργειες, αλλά και θαλασσινά που χρησιμοποιούνται προς βρώση.
Tο κάδμιο, είναι απειλητικό λόγω της τοξικότητάς του ακόμη και σε χαμηλά επίπεδα. Αυξημένες εκπομπές Καδμίου μπορεί να μολύνουν τη σκόνη και τον αέρα σε κοινότητες κοντά σε βιομηχανικούς χώρους και υπό ορισμένες επαγγελματικές συνθήκες, όπου το Κάδμιο εισέρχεται στον ανθρώπινο οργανισμό συνήθως μέσω της αναπνευστικής οδού.            Οι καπνιστές επίσης εκτίθενται σε μικρές ποσότητες, ένας λόγος που δεν επιτρέπεται το κάπνισμα σε δημόσιους χώρους. Οι μη καπνιστές εκτίθενται κυρίως όταν τρώνε φρούτα και λαχανικά καλλιεργημένα σε περιοχές όπου έχει υπάρξει ρύπανση από κάδμιο ή όταν ζουν κοντά σε ρυπογόνες βιομηχανικές εγκαταστάσεις. 
Η πρόσληψη του Cd μέσω της διατροφής, ωστόσο, παραμένει η κυριότερη αιτία μόλυνσης του ανθρώπου και έχει πολλαπλές επιπτώσεις στην υγεία, καθώς  συσσωρεύεται στο ήπαρ, στα νεφρά, στη σπλήνα και στο θυρεοειδή αδένα, όπου και προκαλεί σοβαρές παθήσεις. Η χρόνια δηλητηρίαση παρουσιάζεται ως εμφύσημα, αναιμία, καταστροφή των νεφρών, ηπατοπάθεια, ανοσμία, κιτρίνισμα των δοντιών, δύσπνοια και καταβολή των δυνάμεων. 
Τα πρόσφατα δεδομένα υποδεικνύουν ότι οι αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία μπορεί να εμφανιστούν σε χαμηλότερα επίπεδα έκθεσης σε Κάδμιο από ό, τι είχε προβλεφθεί και η μόλυνση των  τροφίμων σε πολλές περιοχές είναι αρκετά υψηλή ώστε να επηρεάσει την ανθρώπινη υγεία. Η βλάβη δε του σκελετού αποτελεί ένα επίσης κρίσιμο αποτέλεσμα της τοξικότητάς του, είτε ως δευτερογενής αντίδραση στη βλάβη των νεφρών, είτε ως αποτέλεσμα της άμεσης δράσης του στα κύτταρα των οστών. Παρότι, ο ακριβής μηχανισμός δράσης δεν είναι σαφής, τα στοιχεία της μελέτης αυτής έδειξαν συσχετισμό μεταξύ της έκθεσης σε Cd και της χαμηλής οστικής πυκνότητας, καθώς και αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης, δηλαδή ότι το Cd μπορεί να δράσει τοξικά στα οστά ανεξάρτητα από την επίδρασή του στους νεφρούς, γεγονός που επιβάλλει πιο αυστηρά μέτρα δημόσιας υγείας για τη μείωση της έκθεσης σε κάδμιο παγκοσμίως.
Η οστεοπόρωση είναι μια ασθένεια που σχετίζεται με την ηλικία και μπορεί να εμφανιστεί τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, αν και είναι συνηθέστερη στις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Επίσης η οστεοπόρωση επηρεάζεται αρνητικά από το μικρό Δείκτη Μάζας Σώματος και την υποθρεψία. Το δε κάπνισμα έχει αποδειχθεί ότι σχετίζεται με χαμηλή οστική πυκνότητα, ενώ ταυτόχρονα αποτελεί σημαντικό παράγοντα έκθεσης στο μέταλλο, καθώς οι μέσοι καπνιστές έχουν υψηλότερη συγκέντρωση Cd στο σώμα τους, το οποίο επίσης επιταχύνει τη μείωση της οστικής πυκνότητας. Για το λόγο αυτό οι ερευνητές μελέτησαν μια υποομάδα καπνιστών και ατόμων που εκτέθηκαν σε παθητικό κάπνισμα, αλλά αυτές οι μεταβλητές δεν επηρέασαν σημαντικά τα αποτελέσματα, παρά την εγγενή υψηλή περιεκτικότητα Cd στα φύλλα του καπνού, δείχνοντας πως η έκθεση στο Cd από το παθητικό κάπνισμα δεν ήταν σημαντική, σε αντίθεση με τη διατροφή.
Μια πρώτη επιφανειακή θεώρηση αυτής της μελέτης θα μπορούσε να προσπεραστεί ως  «ψιλά γράμματα» που αξιολογούν την μακροπρόθεσμη επίδραση του Καδμίου στην υγεία του σώματος και των οστών  κατοίκων .... μιας απομακρυσμένης περιοχής του κόσμου.
Όμως, εάν αυτή η μελέτη εξεταστεί στο ευρύτερο πλαίσιο της δημόσιας υγείας, τότε γίνεται ενδιαφέρουσα για δύο λόγους. Πρώτον γιατί αφορά την οστεοπόρωση, μια χρόνια πάθηση που σχετίζεται με μειωμένη ποιότητα ζωής, και κάθε στοιχείο που την επηρεάζει θετικά ή αρνητικά είναι σκόπιμο να διερευνάται. Και δεύτερον γιατί αφορά το σεβασμό στο περιβάλλον και την αναζήτηση τροφής και φέρνει στο προσκήνιο δυναμικά την αδήριτη ανάγκη υιοθέτησης και ενίσχυσης πιο αποτελεσματικών πολιτικών για το περιβάλλον, τον άνθρωπο και την υγεία του, αλλά και τους κανόνες της αγοράς.
Τα ευρήματα, άλλωστε, αυτής της μελέτης συνάδουν με τις προσπάθειες για τη μείωση της περιβαλλοντικής ρύπανσης με Cd και την επαναξιολόγηση του μέγιστου επιτρεπτού ορίου. Η ανακύκλωση, για παράδειγμα, των άχρηστων μπαταριών είναι μια φιλική για το περιβάλλον πρακτική, αφού περιέχουν κάδμιο και αποτελούν αιτία τοξικής ρύπανσης. Ποιός δεν θα ήθελε πιο συνειδητά και πιο δυναμικά να συνδράμει στην επίτευξη των στόχων για την αειφόρο ανάπτυξη, δηλαδή για τη βιώσιμη ανάπτυξη που στοχεύει στην ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων, με τρόπο ώστε να καλύπτονται οι ανθρώπινες ανάγκες του παρόντος, ιδιαίτερα αυτές των φτωχότερων στρωμάτων και του «Τρίτου Κόσμου», χωρίς να υπονομεύεται η κάλυψη των αναγκών του μέλλοντος από την αυξανόμενη επιβάρυνση του περιβάλλοντος; Αυτήν δηλαδή την πιο οικολογική και πιο αλληλέγγυα συνείδηση που προσπαθεί να εμπνεύσει διεθνώς η «Ατζέντα 2030» του ΟΗΕ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη (Sustainable Development Goals – SDGs).  
 
 
 
Πηγή:  Cadmium Exposure Through Diet Increases Risk of Osteoporosis. Yingjian L, Ping W, Rui H, et al. Cadmium exposure and osteoporosis: a population-based study and benchmark dose estimation in southern China.  J Bone Miner Res. 2017. Doi:10.1002/jbmr.3151